βεγγαλικός

βεγγαλικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τη Βεγγάλη των Ινδιών.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βεγγαλικά τα χρωματιστά πυροτεχνήματα: Στις μεγάλες εθνικές επετείους συνήθως ρίχνουν βεγγαλικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βεγγάλη της Ινδίας 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) βεγγαλικά, τα χημικά μίγματα που αναφλέγονται και παράγουν πολύχρωμες λαμπρές φλόγες, πυροτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βεγγάλη, η ονομασία της ινδικής πόλης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”